Ο Κορινθιακός Κόλπος, άλλοτε γαλήνιος και ειρηνικός, αντανακλά στα γαλάζια νερά του τις ακρώρειες της Στερεάς Ελλάδας και του Μοριά. Αλλοτε πάλι σκοτεινός και άγριος σαν θυμωμένος θεός, αφρίζει δίνοντας στην τοπιογραφία των ρουμελιώτικων ακτών δραματική όψη. Ο μεγαλύτερος κλειστός κόλπος της Μεσογείου σίγουρα αποτελεί έναν φυσικό χώρο μοναδικό που σε μαγεύει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Από το ύψος του δρόμου όλα εδώ μοιάζουν με ζωγραφιά. Η παραλία, το μικρό αγκυροβόλιο, τα σπίτια που σχεδόν ακουμπούν στη θάλασσα. Λίγο πιο πίσω από το ακρογιάλι προς την πλευρά του βουνού βρίσκεται το Επάνω Χωριό. Το παλιότερο όνομά του ήταν Κύσσελη.Σε Λεμονιά μετονομάστηκε το 1828 και το 1931 σε Πάνορμος. Η περιοχή στην αρχαιότητα κατοικούνταν από τους Οζολούς Λοκρούς και εδώ αναπτυσσόταν το πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης Φαιστίνος, γνωστή για το Ιερό του Απόλλωνα σύμφωνα με αναφορές του αρχαίου περιηγητή Παυσανία.
Αμέσως μετά τον Πάνορμο συναντάμε την Ερατεινή, παλιότερα γνωστή με την ονομασία Χάνι, όνομα και πράγμα αφού πριν από τη δημιουργία του παραλιακού δρόμου ήταν σταθμός διανυκτέρευσης όσων κατέβαιναν από τα ορεινά για να πάρουν το καράβι προς Πειραιά ή Αίγιο.
Η έντονη γεωφυσική ποικιλομορφία της περιοχής οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μεγάλα βουνά της Ρούμελης που με την τραχιά, στιβαρή παρουσία τους προσδιορίζουν με μοναδικό τρόπο την προσωπικότητα αυτού του τόπου.
Παλιότερα ο οδικός άξονας που συνέδεε την Ιτέα και το Γαλαξίδι με τη Ναύπακτο και το Αγρίνιο είχε εντελώς διαφορετική χάραξη, αφού σκαρφάλωνε με κόπο τις βουνοπλαγιές, ανέβαινε στο Λιδορίκι και στη συνέχεια στριφογυρίζοντας σαν τεράστιο φίδι ανάμεσα σε ράχες και γκρεμοτόπια, κατηφόριζε για Ναύπακτο. Ετσι τα παραλιακά χωριά του Κορινθιακού καθώς έπρεπε να ζήσουν μια μικρή περιπέτεια για να επικοινωνήσουν με τον «έξω κόσμο», έμαθαν αναγκαστικά να χρησιμοποιούν τη θαλάσσια οδό.
Σήμερα ακολουθώντας τον παράκτιο δρόμο ο ταξιδιώτης συναντά διαδοχικά στο διάβα του μικρούς ή μεγαλύτερους οικισμούς που αγγίζουν το κύμα: Αγιοι Πάντες, Πάνορμος, Ερατεινή, Αγιος Νικόλαος, Γλυφάδα, Μαραθιάς, Μοναστηράκι...
Το καλοκαίρι οι παραθεριστές κατακλύζουν σαν πολύβουο μελίσσι τις υπέροχες ακρογιαλιές της Ερατεινής, του Τολοφώνα, του Πάνορμου, της Σεργούλας απολαμβάνοντας τα διαυγή νερά. Στα βράχια του ακρωτηρίου της Ψαρομύτας, ή στις ξέρες στα Τριζόνια θα βουτήξουν οι ψαροντουφεκάδες για χταπόδια και μεγάλα πετρόψαρα. Στην απλωτή αμμουδιά της Χιλιαδούς οι φίλοι των θαλάσσιων σπορ θα «ανοίξουν πανιά», καθώς οι τοπικοί άνεμοι ευνοούν όσους ασχολούνται με το wind surf και το kite surf.
Την ίδια στιγμή, μόλις λίγα χιλιόμετρα βορειότερα στην καρδιά των Δωρικών βουνών, ο χειμώνας στρογγυλοκάθεται μέχρι τον Μάη στις ακρώρειες και τις σκεπάζει με τα βαριά, λευκά στρωσίδια του. Αλήθεια, σε πόσους τόπους μπορείς ν' αφήσεις το ανοιξιάτικο ακρογιάλι και από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθείς στα χιονισμένα έλατα;
Διαβάζουμε στην εγκυκλοπαίδεια «Ο όρος Πάνορμος είναι αρχαίος ελληνικός τον οποίο αναφέρει και ο Oμηρος. ''Πάνορμος'' χαρακτηρίζεται γενικά ο όρμος ή ο λιμένας που παρέχει ασφάλεια στα πλεούμενα επί παντός καιρού. Προέρχεται εκ των λέξεων παν + ορμίζομαι (με ασφάλεια)».
Με αυτόν ακριβώς τον όρο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και ο ερχόμενος από Γαλαξίδι ταξιδιώτης το τοπίο που θ' αντικρίσει στον όρμο της Λεμονιάς, ή στο Γιαλό, γνωστό ωστόσο σήμερα και ως λιμανάκι του Πανόρμου.
Μπορεί η Ερατεινή να θεωρείται παραθαλάσσιος προορισμός, όμως καθώς τη χωρίζουν μόλις λίγα χιλιόμετρα από τον ορεινό όγκο των Βαρδουσίων και των Λιδορικιώτικων βουνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τον χειμώνα σαν εφαλτήριο για θαυμάσιες ορεινές αποδράσεις προς τα βουνά που κρέμονται πάνω από τις ακτές του Κορινθιακού Κόλπου.
Στα δυτικά της Ερατεινής συναντάμε τον οικισμό του Τολοφώνα (παλιότερα Βιτρινίτσα) με την υπέροχη ακρογιαλιά να απλώνεται στα πόδια του και αρκετά ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία δίπλα στο κύμα.
Ψηλότερα πάνω στο λόφο σώζονται τμήματα του φρουρίου και του τείχους της αρχαίας Τολοφώνας.
Στη θέση Παλαιόκαστρο κοντά στην κοίτη του ποταμού Ξεριά διακρίνονται τα απομεινάρια της άλλοτε σπουδαίας βυζαντινής Εκκλησίας της Ευαγγελίστριας Πολυπορτούς.
Δυτικά στην άκρη του κάβου της Ψαρομύτας δεσπόζει ο παλιός φάρος του 1894, κτισμένος σε σημείο με θαυμάσια θέα στον Κορινθιακό κόλπο και τις απέναντι ακτές του Μοριά. Εδώ θα έρθετε ακολουθώντας 2 χιλιόμετρα βατού χωματόδρομου.
Επόμενη στάση το γραφικό ψαροχώρι του Αγίου Νικολάου που πήρε το όνομά του από το εκκλησάκι που δεσπόζει πάνω στην αντικρινή βραχονησίδα. Ο οικισμός διαθέτει πεντακάθαρη βοτσαλωτή παραλία και πολύ καλές ψαροταβέρνες με δικό τους καΐκι εξασφαλίζοντας έτσι το φρέσκο ψάρι. Από εδώ αναχωρεί και το φεριμπότ για το Αίγιο.πηγη