Για πολλούς συμπατριώτες μας ένα οδοιπορικό στα παράλια του Εύξεινου Πόντου αποτελεί ένα σεργιάνι μνήμης σε πατρίδες που μπορεί να είναι πια σβησμένες από τους χάρτες, αλλά παραμένουν ζωντανές στις καρδιές τους
Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα. Αφού εξερεύνησαν πρώτα διεξοδικά το Αιγαίο, οι Ελληνες θαλασσοπόροι ξεκίνησαν να κατακτήσουν την αφιλόξενη και γεμάτη τρομερούς κινδύνους θάλασσα του «Αξενου» Πόντου. Και κατάφεραν τελικά να δαμάσουν την κλειστή υδάτινη λεκάνη του Πόντου, που έγινε μια θάλασσα φιλόξενη, «εύξεινος» και ελληνική.Οι εύφορες παράλιες περιοχές του Eύξεινου Πόντου γέμισαν σταδιακά μ’ ελληνικές αποικίες, που διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τους θεσμούς που είχαν φέρει οι άποικοι από τη μητρόπολη. Στο πέρασμα των αιώνων, οι παραθαλάσσιες πολιτείες του Πόντου εξελίχθηκαν σε πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα.
Σήμερα, 86 χρόνια μετά τον οριστικό ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες, στις παλιές ελληνικές γειτονιές της Σινώπης, της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, τα γερασμένα νεοκλασικά αρχοντικά, τα ιστορικά κτίσματα και οι μισογκρεμισμένες χριστιανικές εκκλησίες στέκουν βουβοί μάρτυρες του ένδοξου παρελθόντος, «δείχνοντας» με περηφάνια την καταγωγή τους.
Πολλοί είναι οι τοπικοί μύθοι και οι θρύλοι, λίγοι οι ντόπιοι που μιλούν την ποντιακή διάλεκτο. Σε πείσμα όμως του χρόνου και της λήθης, τα ίχνη, τα χρώματα και τα αρώματα -τα ελληνικά- ανιχνεύονται ακόμη έντονα στις γειτονιές του Πόντου.
Ο αποικισμός του Εύξεινου Πόντου
Μέχρι τον 19ο αιώνα, η Σινώπη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μαύρη Θάλασσα, ρόλο που επωμίσθηκε στη συνέχεια η γειτονική Τραπεζούντα.
Μια αρκετά δραστήρια και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που αριθμούσε περί τους 5.000 Ελληνες (σε σύνολο 14.000 κατοίκων της πόλης) υπήρχε εδώ στη Σινώπη μέχρι το 1923.
Χρέη συνδετικού κρίκου ανάμεσα στο ένδοξο μακρινό παρελθόν και στο άχρωμο αστικό παρόν της Σινώπης εκτελούν τα παλαιά προστατευτικά τείχη της πόλης που ορθώνονται στον χώρο του λιμανιού.
Η γενοκτονία των Ποντίων
Μαρτυρίες της ελληνικής παρουσίας από την παλιότερη εποχή υπάρχουν ελάχιστες. Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Τριάδας, το καμάρι των Ελλήνων της Σαμψούντας, έχει προ πολλού κατεδαφιστεί, ενώ κάποια νεοκλασικά κτίρια των αρχών του 20ού αιώνα (ήταν πιθανότατα ιδιοκτησίας Ελλήνων ή Αρμένιων εμπόρων) ασφυκτιούν ανάμεσα στις ομοιόμορφες, άχαρες πολυκατοικίες της σύγχρονης Σαμψούντας.
Εξι δεκαετίες αργότερα, η Σαμψούντα αριθμούσε 35.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 18.400 ήταν Ελληνες, οι 14.500 Τούρκοι, οι 2.300 Αρμένιοι, οι 500 Ευρωπαίοι και οι 400 Πέρσες. Το 1896, στα δύο σχολεία της ελληνικής κοινότητας της Σαμψούντας φοιτούσαν 650 μαθητές και δίδασκαν 17 εκπαιδευτικοί.
Τραπεζούντα: Η βασιλίς του ΕύξεινουΟι πόλεις Terme, Ordu, Giresun και Tirebolu παρεμβάλλονται στον παράκτιο οδικό άξονα από τη Σαμψούντα στην Τραπεζούντα (328 χλμ.). Πρόκειται για παραθαλάσσια αστικά κέντρα που έλκουν την καταγωγή τους απευθείας από τις αρχαίες ελληνικές αποικίες (Terme/Θεμίσκυρα, Ordu/ Κοτύωρα, Giresun/Κερασούντα, Tirebolu/Τρίπολη).
Στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, η Τραπεζούντα ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις του Πόντου, ενώ κατά τον 10ο αιώνα αναφέρεται ως η «Βασιλίς των πόλεων» του Εύξεινου. Για δυόμισι αιώνες περίπου, ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, η Τραπεζούντα διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο, όχι μόνο ως πολιτική δύναμη αλλά κυρίως ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Με την άλωσή της από τους Τούρκους (1461), γύρισε οριστικά σελίδα στην ιστορία της.
Τα αξιοθέατα που κρύβει σήμερα η Τραπεζούντα, μια σύγχρονη μητρόπολη των τουρκικών ακτών του Εύξεινου Πόντου, είναι πολλά και ενδιαφέροντα. Ο αυτοκρατορικός ναός της Αγίας Σοφίας με τις υπέροχες τοιχογραφίες, τα τείχη των Κομνηνών στην παλαιά πόλη, η νεοκλασική έπαυλη του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη (Αρχοντικό Ατατούρκ) και ο ναός της Θεοτόκου της Χρυσοκεφάλου (Τέμενος του Πορθητή) είναι τα μνημεία που άντεξαν στη φθορά του χρόνου και την καταστροφή.
Αυτό, ωστόσο, που θα χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη σας είναι το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, 46 χλμ. νότια. Κτισμένο σαν αετοφωλιά στην απότομη πλαγιά του όρους Μελά και περιτριγυρισμένο από έναν αδιαπέραστο δασώδη μανδύα, αποτελεί αναμφίβολα το σπουδαιότερο θρησκευτικό προσκύνημα του Πόντου.
Την ορθόδοξη μοναστική παράδοση του Πόντου «μοιράζονται» επίσης δύο ακόμη μονές. Το κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος είναι το παλαιότερο στον Πόντο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας. Χτισμένο σε υψόμετρο 1.500 μ., σήμερα είναι ερειπωμένο και οι εσωτερικοί χώροι έχουν καταστραφεί μαζί με τις πολύτιμες τοιχογραφίες που υπήρχαν. Ιδια εικόνα εγκατάλειψης και καταστροφής παρουσιάζει όμως και η Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα (κτισμένη το 752 μ.Χ.), που δεσπόζει στο όρος Πυργί Τραπεζούντας.
Η Μονή της Παναγιάς ΣουμελάΗ Μονή της Παναγίας Σουμελά ιδρύθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, στο σημείο που βρέθηκε η αγιογραφημένη από τον Απόστολο Λουκά εικόνα της Παναγίας. Επί 16 αιώνες η μονή του Πόντου ήταν θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας και της Ορθοδοξίας, αναζωπυρώνοντας σε κάθε δύσκολη ιστορική στιγμή την εθνική και θρησκευτική συνείδηση των πιστών. Το 1923, η μονή Σουμελά λεηλατήθηκε, κάηκε και εγκαταλείφθηκε. Το 1938, ο μοναχός Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης επέστρεψε στη μονή και μετέφερε στην Ελλάδα, μαζί με ορισμένα ιερά κειμήλια της μονής, και την κρυμμένη εικόνα της Παναγίας, η οποία τοποθετήθηκε στη ομώνυμη Μονή της Παναγίας που χτίστηκε το 1951 στην Καστανιά Ημαθίας. Το κύριο μέρος του μοναστηριού απαρτίζουν ο ξενώνας, η ιερή σπηλιά με τις αγιογραφίες, η πηγή με το Αγίασμα, το κωδωνοστάσιο και τα εννιά παρεκκλήσια.
Ολα τα κτίσματα της μονής βρίσκονται, δυστυχώς, σε θλιβερή κατάσταση εξαιτίας των βανδαλισμών που έχουν προκληθεί, ενώ πολλές από τις υπέροχες αγιογραφίες έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές. Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει εργασίες αποκατάστασης και αναστήλωσης της μονής. Βρίσκεται 46 χλμ. νότια της Τραπεζούντας και 17 χλμ. από την κωμόπολη Macka. Είναι κτισμένη μέσα στα όρια του Altindere Valley National Park. Είναι ανοικτή καθημερινά από 9 π.μ. - 6 μ.μ. (το διάστημα από Ιούνιο - Αύγουστο) και από 9 π.μ. - 4 μ.μ. (το διάστημα από Σεπτέμβριο - Μάιο). Η είσοδος στον χώρο της μονής, όπως και στον εθνικό δρυμό που βρίσκεται το μοναστήρι, έχει εισιτήριο.πηγη