«Φτάνοντας στο Γαλαξίδι, το πρώτο που συναντάς είναι η... ησυχία του. Ο δρόμος σε οδηγεί από μόνος του στην πλατεία Νικολάου Μάμα και στο κυρίως λιμάνι.
Φρέσκο θαλασσινό αεράκι, καφενεία και ταβέρνες στη σειρά, δεμένα καΐκια και ιστιοφόρα να θυμίζουν παλιές δόξες, κόσμος να βολτάρει και απέναντι η πευκόφυτη πλαγιά, η Πέρα Πάντα. Διατηρητέα καπετανόσπιτα συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει Ναύπλιο, με έναν πολύ πιο ήπιο, ελάχιστα εμπορικό, χαρακτήρα. Ανεβαίνοντας την οδό Ηρώων, ρίχνω κλεφτές ματιές μέσα από αυλόπορτες σε ωραία βοτσαλωτά, ενώ από ανοιχτά παράθυρα νεοκλασικών βγαίνει απαλή μουσική. Ζηλεύω... Πολύ θα ήθελα να μένω σε μια τέτοια μονοκατοικία, αλλά προσπερνώ τη σκέψη και προχωρώ προς το Ναυτικό Μουσείο. Εδώ συναντάμε τον Γαλαξιδιώτη στην καταγωγή Γιώργο Κουρεντή, ο οποίος, ενώ γνώρισε τον κόσμο ταξιδεύοντας ως ναυτικός και έχοντας βάση το κοσμοπολίτικο Λονδίνο, επέστρεψε για να συναντηθεί με τις ρίζες του και έχει μεταλλαχθεί σε παθιασμένο ξεναγό, που σε ταξιδεύει στην ιστορία του Γαλαξιδίου με αφοσίωση. Το μικρό αυτό μουσείο, με τον σφαιρικό αμφορέα της 3ης χιλιετίας π.Χ., νομίσματα, όπλα, ακρόπρωρα και την εξαιρετική συλλογή γραμματοσήμων, είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο Γαλαξίδι. Στην ίδια γειτονιά, το «Παληο-Γαλάξειδο» του 1655, το ολόγλυπτο ξύλινο τέμπλο του προστάτη των θαλασσινών Αη Νικόλα, θα μας αφήσει πραγματικά άφωνους, ιδιαίτερα παρατηρώντας κάθε του λεπτομέρεια.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Γαλαξιδιώτες δεν κατάφεραν να περάσουν από τα πανιά στον ατμό. Το πιο εμπορικό και ακμαίο λιμάνι της Ελλάδας, μαζί με αυτό της Σύρου, την εποχή των ιστιοφόρων έχασε το στοίχημα του εκσυγχρονισμού, αλλά κατάφερε να διασώσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, παραμένοντας ένας τόπος ποτισμένος με ιστορία και την αρχοντιά της ναυτικής του παράδοσης. Το Γαλαξίδι χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1978. Μια παλιά, ένδοξη ναυτική πολιτεία μετατράπηκε έτσι σε σύγχρονο παραδοσιακό οικισμό, προσανατολισμένο στον ήπιο τουρισμό. Σύνδεσμός τους, τα αρχοντικά και τα καντούνια, που διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα στο πέρασμα δεκαετιών και αιώνων, γύρω από τα δύο λιμανάκια του.
Η Αυστραλή γιατρός Νικόλ έρχεται για τέταρτη φορά στο Γαλαξίδι. «Σε αιχμαλωτίζει με την αισθητική και την ησυχία του», μας λέει. Μαζί της μοιάζουν να συμφωνούν Γάλλοι κυρίως και κάποιοι Γερμανοί τουρίστες, που βρίσκονται εδώ εκτός τουριστικής σεζόν. Η κοσμοπολίτικη αυλή του παλιού ξενοδοχείου «Γανυμήδης» είναι γεμάτη ακόμη και εκτός εποχής, με Ευρωπαίους κατά κύριο λόγο, που αναζητούν την ιστορία και την αισθητική της χώρας μας συνδυάζοντας Δελφούς και Γαλαξίδι. Επιστροφή στο λιμανάκι για φαγητό, κατηφορίζοντας το καντούνι του Αη Νικόλα, ενώ σαν θαύμα προκύπτει απογευματινός καφές στο νεοκλασικό που ζήλευα το πρωί. Μαζί του γλυκό του κουταλιού από τη Ρωξάνη Λημνιού, φωτογραφίες προγόνων, όμορφα πλεκτά με βελονάκι, ζωγραφισμένες από τον σύζυγό της Αρη καμάρες παραθύρων, πέρασμα στην αρχοντιά και στη γοητεία μιας άλλης εποχής. Το κέικ πορτοκαλιού της Στέλλας Σεντούκα θα μας φέρει απέναντι σε ένα άλλο, εξαιρετικά αναπαλαιωμένο αρχοντικό. Δεν συνιστώ να αρχίσετε να χτυπάτε κουδούνια ή ρόπτρα στις εξώπορτες, αλλά πραγματικά αξίζει να βρεθεί κανείς στο εσωτερικό διατηρητέων αρχοντικών.
Οι Γαλαξιδιώτες ναυτικοί έβαφαν τα πατώματά τους πάντα με χρώμα πλαστικό, αυτό που είχε περισσέψει από τα καράβια, ενώ το «αβέρτο», ο επάνω όροφος στα σπίτια, ήταν ενιαίο, χωρίς τοίχους, για να απλώνουν και να ράβουν τα πανιά· στοιχεία της γαλαξιδιώτικης αισθητικής, που κάθε προσεκτική αναπαλαίωση συντηρεί και διαιωνίζει. Αλλο γοητευτικό στοιχείο, το τμήμα βράχου που βρίσκεται ενσωματωμένο στο κατώι αρκετών παλιών αρχοντικών. Σύγχρονες ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις άλλοτε τον εντάσσουν στο μπάνιο και άλλες φορές στο διάκοσμο του ξενώνα, στον οποίο διαμορφώνονται πλέον πολλά παλιά κατώγια.
Απογευματινή βόλτα με ποδήλατο και γνωριμία με τον Χηρόλακα, το δεύτερο λιμανάκι της Ακτής Οιάνθης. Στο αρχοντικό της λαογράφου Ροδούλας Σταθάκη-Κούμαρη νιώθεις σαν σε ταινία εποχής, χάνεσαι στα λόγια της για το Γαλαξίδι, αλλά και στην όλη ατμόσφαιρα ενός σπιτιού που αγαπάει τα βιβλία και τις γάτες. Παρατηρούμε απέναντι τα διαφορετικά δείγματα γαλαξιδιώτικης αρχιτεκτονικής, όπως το παλιό «Σιδηροπουλέικο» και ένα σπίτι θεμελιωμένο πάνω στα τείχη του αρχαίου «Χαλείου». Ετσι ονομαζόταν το Γαλαξίδι στην αρχαιότητα και η ναυτική του ταυτότητα χάνεται πίσω στα βάθη της Ιστορίας.
Σημείο αναφοράς για τον ταξιδιώτη στον Χηρόλακα, το παλιό διατηρητέο Λιοτρίβι. Το μπαλκόνι του, πραγματικά πάνω στη θάλασσα, προσφέρει καφέ, φαγητό και μια πολύ νησιώτικη αίσθηση. Δεν είναι τυχαίο, καθώς όλο το Γαλαξίδι, «μέχρι το 1963 που τελείωσε ο δρόμος Ιτέας - Ναυπάκτου, έμεινε ήσυχο και γραφικό, γιατί η κύρια σύνδεσή του ήταν οι θαλάσσιοι δρόμοι. Ετσι, χωρίς να είναι νησί, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα νησιώτικη και έναν χαρακτήρα δικό του», γράφει η Ροδούλα Σταθάκη. Ενας τόπος ζεστός, ακόμη και το χειμώνα κάθεσαι άνετα έξω μόλις ξεπροβάλει για λίγο ο ήλιος, γι’ αυτό άλλωστε ενδείκνυται για απόδραση χειμερινή δίπλα στη θάλασσα. Το Λιοτρίβι στεγάζει και τα έργα του ιδιοκτήτη του και ζωγράφου Γιώργου Μηνά. «Εχουμε αφήσει τις δουλειές μας στην Αθήνα και κάνουμε εδώ τους θεματοφύλακες! Να μην έρθουν οι Γερμανοί και μας τα πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί», λέει η αδελφή του τελευταίου, Μίνα, δίνοντας μια άλλη διάσταση της τουριστικής ενασχόλησης με τον τόπο και τις ιδιοκτησίες του.
ΚΑΘΑΡΟΣ ΑΕΡΑΣ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ
Η νυχτερινή ζωή του Γαλαξιδίου ενδείκνυται για φαγητό και χαλαρό ποτάκι σε ένα από τα μαγαζιά του πρώτου λιμανιού. Αν ξαφνικά θελήσετε κάτι πιο έντονο, θυμίζουμε πως η Αράχωβα βρίσκεται μισή ώρα μακριά. Απλώς το ξέφρενο ξενύχτι δεν ταιριάζει με την ηρεμία του Γαλαξιδίου. Περισσότερο του πάει μια πρωινή βόλτα στην Πέρα Πάντα: από τη μια η θάλασσα, από την άλλη πεύκα και βαθιές τονωτικές εισπνοές καθαρού αέρα. Ποιος είπε, άλλωστε, πως το Γαλαξίδι δεν είναι μια ρομαντική, νοσταλγική πολίχνη; Με τους αργούς, ήρεμους ρυθμούς αλλοτινών εποχών;
Στα λιγοστά μαγαζιά θα βρείτε κάτι για ενθύμιο, αλλά αποκλείεται να παρασυρθείτε σε πάρτι καταναλωτισμού. Πιο πιθανό είναι να γυρίσετε πίσω με διαφορετικές γεύσεις σπιτικής μαρμελάδας. Μια πρώτη δοκιμή θα κάνετε σε όποιον ξενώνα κι αν μείνετε. Το πλουσιοπάροχο ελληνικό πρωινό που καθιερώθηκε από τον «Γανυμήδη» και τον πρώτο Ιταλό ιδιοκτήτη του Βruno έχει πλέον γίνει κανόνας σε όλα τα καταλύματα, που είναι μικρές οικογενειακές προσπάθειες, με όλη τη φροντίδα που εμπεριέχουν. Αμφιβάλλω αν υπάρχει ξενοδοχείο ή ξενώνας χωρίς χειροποίητες μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού ή πίτες, σπιτικά αυγά και κέικ.
Ενα διήμερο είναι αρκετό για να σε κερδίσει το Γαλαξίδι, να σε χαλαρώσει και να σε βάλει στους ρυθμούς του. Ενας τόπος με έντονη αίσθηση ταυτότητας, που, ακριβώς όπως λένε οι Γαλαξιδιώτες, «μιλάει με τη σιωπή του».
πηγη