Υπήρχε ένα μπαράκι στην οδό Χάριτος στο Κολωνάκι τη δεκαετία του 80, το οποίο λεγόταν Λούκι… Ποια είναι η ιστορία αυτού του μαγαζιού που δεν υπάρχει πια και γιατί όλοι μας, χωρις να το ξέρουμε, έχουμε τραγουδήσει γι’ αυτό;
Το «Λούκι» στην οδό Χάριτος, στο Κολωνάκι ήταν πηγή έμπνευσης για δύο χιλοτραγουδισμένα κομμάτια τα οποία έχουν σημαδέψει τις ελληνικές γενιές από τις αρχές του ’80 μέχρι και σήμερα.
Το πρώτο είναι βέβαια το
Μια βραδιά στο Λούκι
Προχθές εκεί που τα ’πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια, δυο ματάκια
Γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου Nικόλα
και μένα μ’ απαντάει, και ’κει αρχίσαν όλα
Eγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Iνδία
Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως
Δε μου ’δινε καμία, μα καμία σημασία
Όπως καταλαβαίνετε, δεν μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
Ο φίλος μου εγκρίνιαζε, ρε Χάρη σου μιλάω
για πες μου σε κοιτάει; Καθόλου, τού απαντάω
Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου εμένανε κοιτάει
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
Αχ να ’μουν αεράκι, καπνός από τσιγάρο
Στα στήθια της να μπαίνω κι εκείνη ας μη με θέλει
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
Ζηλεύω όποιον τής μιλά και όποιον την κοιτάει
Μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
Σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει
Το «Λούκι» στην οδό Χάριτος, στο Κολωνάκι ήταν πηγή έμπνευσης για δύο χιλοτραγουδισμένα κομμάτια τα οποία έχουν σημαδέψει τις ελληνικές γενιές από τις αρχές του ’80 μέχρι και σήμερα.
Το πρώτο είναι βέβαια το
Μια βραδιά στο Λούκι
Προχθές εκεί που τα ’πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια, δυο ματάκια
Γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου Nικόλα
και μένα μ’ απαντάει, και ’κει αρχίσαν όλα
Eγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Iνδία
Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως
Δε μου ’δινε καμία, μα καμία σημασία
Όπως καταλαβαίνετε, δεν μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
Ο φίλος μου εγκρίνιαζε, ρε Χάρη σου μιλάω
για πες μου σε κοιτάει; Καθόλου, τού απαντάω
Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου εμένανε κοιτάει
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
Αχ να ’μουν αεράκι, καπνός από τσιγάρο
Στα στήθια της να μπαίνω κι εκείνη ας μη με θέλει
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
Ζηλεύω όποιον τής μιλά και όποιον την κοιτάει
Μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
Σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει
Υπήρχε ένα μπαράκι στην οδό Χάριτος στο Κολωνάκι τη δεκαετία του 80, το οποίο λεγόταν Λούκι… Ποια είναι η ιστορία αυτού του μαγαζιού που δεν υπάρχει πια και γιατί όλοι μας, χωρις να το ξέρουμε, έχουμε τραγουδήσει γι’ αυτό;
Το «Λούκι» στην οδό Χάριτος, στο Κολωνάκι ήταν πηγή έμπνευσης για δύο χιλοτραγουδισμένα κομμάτια τα οποία έχουν σημαδέψει τις ελληνικές γενιές από τις αρχές του ’80 μέχρι και σήμερα.
Το πρώτο είναι βέβαια το
Μια βραδιά στο Λούκι
Προχθές εκεί που τα ’πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια, δυο ματάκια
Γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου Nικόλα
και μένα μ’ απαντάει, και ’κει αρχίσαν όλα
Eγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Iνδία
Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως
Δε μου ’δινε καμία, μα καμία σημασία
Όπως καταλαβαίνετε, δεν μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
Ο φίλος μου εγκρίνιαζε, ρε Χάρη σου μιλάω
για πες μου σε κοιτάει; Καθόλου, τού απαντάω
Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου εμένανε κοιτάει
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
Αχ να ’μουν αεράκι, καπνός από τσιγάρο
Στα στήθια της να μπαίνω κι εκείνη ας μη με θέλει
Βοήθεια χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
Ζηλεύω όποιον τής μιλά και όποιον την κοιτάει
Μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
Σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει
Εκείνη την εποχή οι Κατσιμιχαίοι ήταν κολλητοί με το Νίκο Ζιώγαλα. Στέκι τους ήταν το bar «Λούκι» στο Κολωνάκι. Ένα βράδυ που είχαν πάει για ποτό ο Ζιώγαλας παρατήρησε ότι ο Χάρης κάρφωνε επίμονα το βλέμμα του σε κάποιο σημείο του μαγαζιού. Τον ρώτησε τι συμβαίνει κι εκείνος του απάντησε ότι υπάρχει μια όμορφη κοπελλα που τον κοιτάζει. Ο Ζιώγαλας τσέκαρε διακριτικά, είδε ότι το νέο κορίτσι ήταν όμορφο αλλά τα υπόλοιπα «ήταν περισσότερο στη φαντασία του»…
Ήπιαν τα ποτάκια κι έφυγαν χωρίς να γνωριστούν με το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το επόμενο πρωί ο Χάρης εμφανίστηκε νωρίς- νωρίς στο σπίτι του Ζιώγαλα με μια κασέτα στο χέρι. Περιείχε το τραγούδι. Το είχε γράψει σε μια νύχτα…
Μετά από κάποιο διάστημα ο Ζιώγαλας είχε οικονομικές δυσκολίες και χρειάστηκε να βρει δεύτερη δουλειά. Έγινε barman στο «Λούκι»! Στο ίδιο μαγαζί δούλευε σερβιτόρα μια κοπέλλα. Ο Ζιώγαλας την ερωτεύτηκε. Στην ίδια δεν εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτά του. Μοιράστηκε τα συναισθήματά του με το κοινό, γράφοντας το τραγούδι…
Σαν σταρ του σινεμά
Τι να ’ναι αυτό που ξαφνικά μ’ αναστατώνει
όταν τα πόδια σου προβάλλουν στα σκαλιά
Χάνω τον έλεγχο και κάνω χίλια λάθη
Τ’ αφεντικό τη γράφει τη ζημιά
Μην ξαναρθείς απ’ τη δουλειά, δεν το αντέχω
Δεν το μπορώ να σ’ αντικρίσω φιλικά
Εγώ ξεδίπλωσα τα φύλλα της καρδιάς μου
κι εσύ υπόγραψες σαν σταρ του σινεμά
Τι να ’ναι αυτό που ξάφνου μέσα μου φουντώνει
όταν σε βλέπω να γελάς με σιγουριά
Χάνω τον έλεγχο, το μάτι μου θολώνει
Κάτι με σπρώχνει να σου ρίξω μια μπουνιά
Μην ξαναρθείς…
travelstyle.gr