Μη με ψάξεις ξανά στα απογεύματα της θλίψης.
Η χθεσινή βροχή ξέπλυνε τη λύπη
παρασύροντας τα τελευταία μου δάκρυα
στα λασπωμένα σοκάκια της απελπισίας
βουλιάζοντας την απόγνωση
στους νερόλακκους της φυγής σου.
Ξέρω τώρα …
πως ταξιδεύεις στην ανατολή
νέων επιδιώξεων
που καίνε την ανάγκη προσδοκιών ανένταχτων
στης μοίρας το κάλεσμα
στην κατάργηση ανειλημμένων επαφών
με το ανέφικτο.
Μου ’λεγες πως θες να φυλάξω
στο συρτάρι του χρόνου
μια ελπίδα ανεξόφλητη
για τους μελλοντικούς ποιμένες
καιρών ξεκούρδιστων
σε παγωμένους χειμώνες
και οι άνοιξες που θα ’ρθουν
ίσως να φέρουν τα ποίμνια
σε οριοθετημένα ηλιοστάσια
προσμένοντας το απρόσμενο.
Ο ποιητής, Νικηφόρος Βρεττάκος, πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο... Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους».
Η ποίηση της Σοφίας Στρέζου συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική έξαρση. Έτσι, παρασύρεται από τις συγκινησιακές παρορμήσεις, που ο ποιητικός λόγος ασκεί και ασκείται διαχρονικά.
Διατηρεί άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της και γράφει από βαθιά ανάγκη να εκφραστεί, για να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, αγγίζοντας την ψυχή τους.
“Κράτησα ανυπότακτα νοήματα
εκεί που τα φωνήεντα και τα σύμφωνα
συνθηκολόγησαν δεσμούς
στα ξαφνιάσματα του νου
στα ενυδρεία της αγάπης “