Η καθημερινή ζωή των μοναχών χωρίζεται σε 3 μέρη: Οκτώ ώρες για μελέτη και ατομική προσευχή, οκτώ ώρες για εργασία και οκτώ για ανάπαυση.
Η προσευχή είναι δύο ειδών, η ατομική και η κοινή. Η ατομική προσευχή που λέει ο μοναχός από μέσα του είναι συνήθως η φράση «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με» όπου την λέει παράλληλα με το κομποσκοίνι του.
Η Κοινή Προσευχή είναι οι Ακολουθίες του Μεσονυκτίου, του Όρθρου, της Θείας Λειτουργίας, των Ωρών, του Απόδειπνου και του Εσπερινού. Οι αγρυπνίες τις Κυριακές και τις ημέρες των εορτών διαρκούν περισσότερες ώρες ώστε οι ώρες προσευχής των μοναχών να αυξάνονται.
Οι μοναχοί κατά την διάρκεια της μελέτης τους συνήθως διαβάζουν Ευεργετινό, Πηδάλιο, Βιογραφίες Αγίων, συγγράμματα πατέρων και άλλα. Πολλοί μοναχοί μάλιστα μελετούν τόσο πολύ ώστε να γνωρίζουν από έξω ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Το εικοσιτετράωρο στο Άγιο Όρος υπολογίζεται σύμφωνα με το βυζαντινό ημερολόγιο, που μετακινείται κατά τις εποχές του έτους, ούτως ώστε η ανατολή να συμπίπτει κατά το δυνατόν με την ώρα μηδέν.
Στις Μονές του Αγίου Όρους ισχύει η βυζαντινή ώρα, κατά την οποία το ημερονύκτιο αρχίζει με τη δύση του ήλιου που σηματοδοτεί πάντα την 12η ώρα. Στα περισσότερα μοναστήρια η ρύθμιση της ώρας γίνεται κάθε Σάββατο βράδυ για όλη την επόμενη εβδομάδα. Στη μονή Ιβήρων, αντίθετα, το ημερονύκτιο αρχίζει με την ανατολή του ηλίου. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι στο Άγιον Όρος ισχύει το «Ιουλιανό» ημερολόγιο.
Οι μοναχοί από νωρίς, µετά τα μεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό, θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα, που περιλαµβάνει συνήθως µετάνοιες, προσευχή µε κοµποσχοίνι και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων. Κατ” αυτόν τον τρόπο αρχίζει και κλείνει µια ηµέρα, η καθηµερινότητα του µοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια.
Στις 01.30΄ π. μ. , ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 02.45΄ σηµαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 03.00΄ το τρίτο. Ο εφηµέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην ανύστακτη ψυχή που προσµένει στο µεσονύκτιο το Νυµφίο Χριστό. Αποτελεί σηµείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο µοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναµένεται να ανατείλει την επόµενη ηµέρα. Καθώς αρχίζει ο «Άµωµος» ο εκκλησιαστικός βάζει µετάνοια στον Ηγούµενο και χτυπά µε την σειρά τον κόπανο και το καθηµερινό σιδεράκι.
Μετά τη Θεία Λειτουργία, (περί τις 8 το πρωί) αν δεν είναι µέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύµα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Η κοινή τράπεζα είναι βασικό χαρακτηριστικό στα κοινόβια. Η τράπεζα κατασκευασμένη για να χωράει πολλούς πιστούς, είναι ένα μεγάλο και ευρύχωρο κτίριο, συνήθως απέναντι από το καθολικό. Πρώτα στην αίθουσα μπαίνει ο Ηγούμενος, ακολουθούν οι υπόλοιποι μοναχοί και τέλος οι επισκέπτες. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόµενοι τρώνε, ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσµατα από πατερικά κείµενα ή βίους αγίων.
Γενικά η τροφή των αγιορειτών μοναχών είναι λιτή. Το κρέας λείπει εντελώς και συνήθως το δείπνο αποτελείται από όσπρια, ζυμαρικά, λαχανικά, ελιές, ορισμένες φορές λάδι, ψαρικά και φρούτα. Αξιόλογο είναι το παραδοσιακό ψωμί τους ενώ το κρασί τους που συνοδεύει κάθε γεύμα είναι θεσπέσιο. Η τράπεζα τελειώνει γρήγορα. Δεν υπάρχει χώρος σε ανώφελες συζητήσεις και αστεϊσμούς. Ο εφηµέριος, αν απουσιάζει ο ηγούµενος, δια ξυλίνου σφυρίδος σηµαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύµατα ευχαριστώντας τον Θεό.
Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόµενους και οι διακονητές, κάµπτοντες την οσφύ, ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις.
Οι Αγιορείτες μοναχοί δεν περιορίζονται μόνο στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο κάθε μοναχός έχει το διακόνημά του αν ζει σε κοινόβιο, το εργόχειρό του αν είναι κελιώτης. Ο αρχοντάρης περιμένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερμένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο µε το νερό, το ρακί και το λουκούμι και να τους τακτοποιήσει στα δωµάτιά τους. Άλλοι αδελφοί ασχολούνται µε τους λαϊκούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιµελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωμί και ετοιμάζουν το φαγητό στο μαγειρείο. Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιμο κομποσκοινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοΐα, την παρασκευή θυμιάματος, κεριών και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία. Μέσα στο διακόνημα ο μοναχός καλλιεργεί την υπακοή και την προσευχή. Η προσευχή δεν σταματά ποτέ ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι περιττή ή άκαιρη.
∆ίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των µοναχών στο διατεταγµένο για τον καθένα διακόνηµα.
Το απόγευμα (γύρω στις 16.00) αρχίζει ο Εσπερινό. Αμέσως μετά τον Εσπερινό ακούγεται το σήμαντρο που ειδοποιεί μοναχούς και λαϊκούς ότι πρέπει να πάει στην Τράπεζα γιατί ήρθε η ώρα για φαγητό. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί ανακρώνται µε το φαγητό.
Με το πέρας της τράπεζας οι επισκέπτες επιστρέφουν στο καθολικό. Εκεί τους περιμένει ο Βηματάρης η οποίος βγάζει τα Άγια Λείψανα του αρχείου της μονής στο Ιερό Βήμα για να τα προσκυνήσει ο κόσμος.
Από κει και πέρα οι μοναχοί θα πάνε στα κελιά τους και για τους επισκέπτες η υπόλοιπη ημέρα είναι ελεύθερη. Άλλοι θα προτιµήσουν µια διδακτική συζήτηση ή ομιλία που θα γίνει από κάποιο μοναχό, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση.
Το πρόγραμμα είναι βασικό σε ένα μοναστήρι αλλά και γενικότερα στην πνευματική ζωή. Χωρίς πρόγραμμα πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να παρασυρθεί σε πράγματα ανούσια και πολλές φορές αμαρτωλά. Το μοναστήρι το «κρατάει» το πρόγραμμα.
Πολλές φορές οι επισκέπτες σε ένα μοναστήρι έχουν μία λάθος εντύπωση για τους μοναχούς. Περιμένουν όλοι να τους μιλούν, να τους προτρέπουν να καθίσουν και να πιούνε καφέ μαζί, να τους χαιρετίσουν. Όμως αυτό είναι λάθος.
Ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα το οποίο έχει διαμορφωθεί: α) με την κοινοβιακή ζωή του μοναστηριού β) με την προσωπική πνευματική κατάσταση του μοναχού γ) με τις συμβουλές και παρεμβάσεις του γέροντα.
Έτσι λοιπόν ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα, τον δικό του κανόνα. Υπάρχουν μοναχοί που επειδή πολεμούνται από την φιλαρέσκεια αποφεύγουν τους επισκέπτες, άλλοι επειδή καλλιεργούν την σιωπή δεν ομιλούν σχεδόν καθόλου, άλλοι επειδή έχουν κάποιο κανόνα από τον γέροντα είναι απόμακροι, άλλοι πάλι θέλοντας να μην αποσπούνται από την ησυχία δεν ανταποκρίνονται σε λαϊκές παρέες που τους καλούν για συζήτηση. Γι’ αυτό το λόγο και κάθε μοναστήρι έχει και κάποιον αρχοντάρι που είναι υπεύθυνος να υποδέχεται και να ομιλεί στους επισκέπτες, ώστε οι υπόλοιποι πατέρες να μην αποσπούνται από τα δικά τους διακονήματα και το δικό τους πρόγραμμα.
Πολλοί παρεξηγούν τους πατέρες που αποφεύγουν τις συζητήσεις και γενικότερα την κοινωνικότητα. Όμως κάνουν λάθος. Ο μοναχός σε ένα μοναστήρι ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής έχοντας πάρει ευλογία από τον γέροντα, και αυτό του αρκεί. Ο μοναχός ήρθε στο μοναστήρι για να ζήσει προπαντός με υπακοή. Εάν λοιπόν ο γέροντας τον έχει συμβουλεύσει να ζει και να κινείται μέσα στο μοναστήρι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτό είναι δικό του θέμα. Δεν είναι δουλειά του μοναχού να κάνει παρέα σε λαϊκούς. Δουλειά του μοναχού είναι να ζει με υπακοή, προσευχή τηρώντας τις υποσχέσεις που έδωσε στην μοναχική του κουρά.
Είπε κάποτε ένας γέροντας σε έναν μοναχό: «Καλύτερα να σε λέγουν αντικοινωνικό και κακομούτσουνο, παρά να σε επαινούν και να πέσεις στην πλάνη της υπερηφάνειας…..η συναναστροφή με λαϊκούς ιδίως τον πρώτο καιρό είναι πολύ επικίνδυνη διότι ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι -αν και δεν το θέλουν- θα γίνουν όργανα του διαβόλου ώστε να ενθυμίσουν με τις συζητήσεις και τα λόγια τους την παλαιά ζωή του μοναχού και να αναγεννήσουν μέσα του το κοσμικό φρόνημα».
Περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου ένα μέρος της ζωής σε ένα μοναστήρι. Το κάθε μοναστήρι έχει τον δικό του τρόπο ζωής, το δικό του πρόγραμμα. Όμως όλα τα μοναστήρια έχουν κάτι κοινό. Και ποιο είναι αυτό; Τα μοναστήρια είναι τόποι όπου υπάρχει πόλεμος και όχι ειρήνη, υπάρχουν τραυματίες και άρρωστοι, υπάρχουν μαχητές, οπλίτες και στρατηγοί του πνεύματος. Ο αόρατος πόλεμος στα μοναστήρια είναι πολύ έντονος, διότι είναι τόποι κατ’ εξοχήν ασκήσεως, προσευχής, νήψεως και υπακοής.
Εξωτερικά ο τόπος από μοναστήρι σε μοναστήρι μπορεί να διαφέρει, όμως σε όλα τα μοναστήρια κατοικούν άνθρωποι που έχουν μία κοινή έννοια, μία κοινή αγάπη, έναν κοινό στόχο και σκοπό. Τον Χριστό. Και τον Χριστό θα τον βρουν στο πρόσωπο του αδελφού τους, θα το βρουν μέσω της άσκησης, της νηστείας, της ησυχίας, θα το βρουν στο πρόσωπο και του επισκέπτη που θα τον μιλήσουν ή και όχι, που όμως θα προσευχηθούν γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι επειδή δεν τους μιλάς, τους απαξιώνεις. Όχι. Πολλοί άνθρωποι μας χαιρετούν στον δρόμο όμως με το που φύγουμε μας ξεχνούν, σαν να μην μας είδαν, σαν να μην χαιρετηθήκαμε. Αντιθέτως ο μοναχός πολλές φορές επειδή δεν μας μιλά μας δίνει περισσότερη αξία. Ο μοναχός μας προσπερνά σωματικά αλλά όχι υπαρξιακά, μας αφήνει έξω από το μυαλό του όμως μας τοποθετεί μέσα στην καρδιά του, μας παίρνει μέσα στο κελί του αφήνοντάς μας έξω απ΄αυτό.
Όταν λοιπόν επισκεφτούμε έναν τέτοιο τόπο, έναν τόπο όπου εξωτερικά κυριαρχεί η σιωπή και η ησυχία να γνωρίζουμε τα πράγματα δεν είναι και τόσο ειρηνικά. Οι μοναχοί έρχονται αντιμέτωποι με πολλούς πειρασμούς κάθε ώρα και στιγμή. Την ώρα της ακολουθίας, την ώρα του διακονήματος, την ώρα του κανόνος, την ώρα της τράπεζας, την ώρα του ύπνου…παντού και πάντοτε πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα βέλη του πονηρού και εάν λαβωθούν να τρέξουν γρήγορα στον γέροντα να του δείξουν το τραύμα τους ώστε να τους το θεραπεύσει.
Ο μοναχός είναι ένας μαχητής του πνεύματος. Μπορεί να είναι αδύναμος σωματικά, μπορεί να είναι ατημέλητος εξωτερικά, μπορεί να είναι ακοινώνητος, όμως ο μοναχός είναι ο πλέον τολμηρός και δυνατός, ο πλέον κοινωνικός μιας και ζει μέσα στην κοινωνία της Χάριτος, μέσα στην συν-χωρετικότητα.
Αυτός που ζει με υπακοή και ταπείνωση έχει μάτια που προδίδουν την αρετή του. Προδίδουν αυτά που βλέπει όταν οι άλλοι κοιμούνται, προδίδουν αυτά που βιώνει όταν οι άλλοι φωνασκούν, προδίδουν τα δάκρυα που ρίχνει για τους άλλους και τον εαυτό του όταν οι άλλοι αμαρτάνουν, προδίδει το μεγαλείο της αγάπης ενός ανθρώπου που άφησε τα πάντα για να κοινωνεί με τον Έναν, τον Χριστό.
Ο μοναχός που ζει σε ένα μοναστήρι, ζει για όλους, προσεύχεται και ασκήται για όλους. Περιορίζει τον εαυτό του για να μην έχει όρια. Στα μοναστήρια κυριαρχεί μια θεία τρέλα που ο κόσμος δύσκολα θα καταλάβει, όμως αυτοί που μένουν εκεί, «οι τρελοί και ακοινώνητοι» ξέρουν γιατί βρίσκονται εκεί, ξέρουν τι μπορεί να τους προσφέρει ο μοναχισμός, η υπακοή και η ταπείνωση. Ξέρουν το πόσο λιγα δίνουν και πόσα πολλά παίρνουν.
Οι μοναχοί αναπαύονται στο μαρτύριο της συνειδήσεώς τους και αναγεννιούνται καθημερινά με την Χάρη του Θεού κτίζοντας πνευματικούς φάρους που μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της αμαρτίας μας φωτίζουν και μας δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής, της μετάνοιας και την προσωπικής μας ανάστασης.
Κάθε μοναστήρι είναι ένας πνευματικός θησαυρός και όχι απλά ένα όμορφο κτίριο. Κάθε μοναστήρι είναι μια πνευματική όαση μέσα στην έρημο της εμπάθειας του κόσμου. Ας προσερχόμαστε λοιπόν σε αυτά, με τον απαιτούμενο σεβασμό, ώστε να οφελούμαστε πνευματικά. Αρκεί να βρεθούμε εκεί κι ας μην συναντήσουμε κάποιον μοναχό, αρκεί να σταθούμε εκεί ταπεινά αφήνοντας το αίτημά μας στην εικόνα της Παναγίας, των Αγίων μας. Αρκεί να σκύψουμε εκεί, μέσα στην σιωπή, μέσα στην πίστη και την ελπίδα… και ποιος ξέρει κάποιος άγιος «μαυροφορεμένος τρελός» μπορεί να μας ακούσει και να ματώσει και τα δικά του γόνατα για εμάς, να αφουγκραστεί την αγωνία μας και να μας αγκαλιάσει πνευματικά, να οσφρανθεί την μετάνοιά μας και να την ενώση με την δική του, να ακουμπήσει την ταπείνωσή μας και να μας αναστήσει…
Πηγή: perivolipanagias.blogspot.gr
Via: choratouaxoritou.gr